εκθέτρια
Προφορά
Ετυμολογία
εκθέτρια μεταγενέστερη ελληνική ἐκθέτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εκθέτρια
✦ θηλ. εκθέτρια (Κ εκθέτις, -ιδος) αυτός που μετέχει, που παρουσιάζει σε έκθεση
✦ (μαθημ.) ο αριθμός που σημειώνεται δεξιά και πάνω από άλλον αριθμό, και δείχνει σε ποια δύναμη πρέπει να υψωθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–