εκβλητικός


εκβλητικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκβλητικός αρχαία ελληνική ἐκβλητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκβλητικός -ή, -ό

✦ αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να εκβάλλει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.