εθνικοποίηση


εθνικοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
εθνικοποίηση εθνικοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εθνικοποίηση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του εθνικοποιώ
✦ (ειδ.) το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας, περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους: εθνικοποίηση των τραπεζών – των μεταλλείων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.