εδαφιαίος


εδαφιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
εδαφιαίος μεσαιωνική ελληνική ἐδαφιαῖος

Ερμηνεία
εδαφιαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) που φτάνει ως το έδαφος: εδαφιαία υπόκλιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εδαφιαία (Κ εδαφιαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.