εγχειρητικός


εγχειρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
εγχειρητικός αρχαία ελληνική ἐγχειρητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εγχειρητικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την εγχείρηση: ο γιατρός δεν είχε αρκετή εγχειρητική πείρα
✦ η εγχειρητική ως ουσ., κλάδος της ιατρικής που μελετά τα μέσα και τις μεθόδους των εγχειρήσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.