εγγεγραμμένος
Προφορά
Ετυμολογία
εγγεγραμμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος εγγράφω
Ερμηνεία
εγγεγραμμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) αυτός που είναι γραμμένος σε βιβλίο, κατάλογο πίνακα κτλ.: εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους
✦ (γεωμ.) για σχήμα που έχει γραφτεί μέσα σε άλλο σχήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–