δύση


δύση
Προφορά

Ετυμολογία
δύση αρχαία ελληνική δύσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δύση

✦ η βύθιση του ήλιου (ή των αστεριών) κάτω από τον ορίζοντα, βασίλεμα
✦ ο χρόνος και το σημείο όπου βασιλεύει ο ήλιος
(μτφ. ) πτώση, παρακμή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανατολή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.