δυσφορία
Προφορά
Ετυμολογία
δυσφορία αρχαία ελληνική δυσφορία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δυσφορία
✦ αίσθημα στενοχώριας, δυσαρέσκειας από κάτι ενοχλητικό: οι αποφάσεις της κυβερνήσεως προκάλεσαν γενική δυσφορία
✦ κακή ψυχική διάθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευφορία
Επιρρήματα
–