δυσκολοπρόσιτος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσκολοπρόσιτος δύσκολος + προσιτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσκολοπρόσιτος -η, -ο
✦ που δύσκολα είναι προσιτός, που δύσκολα πλησιάζεται: ο χώρος όπου κυκλοφορούσε η Όλγα του ήτανε δυσκολοπρόσιτος και λοιπόν τριγύριζε αποδιωγμένος απέξω (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–