δρυοκολάπτης


δρυοκολάπτης
Προφορά

Ετυμολογία
δρυοκολάπτης αρχαία ελληνική δρυοκολάπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δρυοκολάπτης

✦ πουλί που ζει στα δέντρα του δάσους και τρέφεται με έντομα που αναζητά κάτω από τον φλοιό των δέντρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.