δράμα
Προφορά
Ετυμολογία
δράμα αρχαία ελληνική δρᾶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δράμα
✦ θεατρικό έργο που παριστάνεται στη σκηνή με μίμηση και διάλογο
✦ θεατρικό έργο που προκαλεί έντονη συγκίνηση
✦ φρ. θείο δράμα, τα πάθη του Χριστού
✦ (μτφ. ) γεγονός τραγικό ή συγκλονιστικό: δράματα για λόγους τιμής δεν τυχαίνουν (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–