δορίκτητος


δορίκτητος
Προφορά

Ετυμολογία
δορίκτητος αρχαία ελληνική δορίκτητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δορίκτητος -ος, -ον

✦ ο κυριευμένος με πόλεμο: θεωρεί την Ελλάδα ως δορίκτητον χωράφιον (Εμμ. Ροΐδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.