διττός


διττός
Προφορά

Ετυμολογία
διττός αρχαία ελληνική διττός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διττός -ή, -ό

✦ διπλός, ο αποτελούμενος από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη, ο εμφανιζόμενος με δύο μορφές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.