διπλόφαρδος


διπλόφαρδος
Προφορά

Ετυμολογία
διπλόφαρδος διπλός + φάρδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διπλόφαρδος -η, -ο

✦ αυτός που έχει διπλάσιο φάρδος από το συνηθισμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.