διαγουμίζω


διαγουμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
διαγουμίζω μεσαιωνική ελληνική διαγουμίζω

Ερμηνεία
ρήμα διαγουμίζω

✦ λεηλατώ: γιουρούσευε στα κονάκια των Τουρκών και τα διαγούμιζε (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα
αρπάζω, κουρσεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.