διαβιβαστικός


διαβιβαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαβιβαστικός μεταγενέστερη ελληνική διαβιβαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαβιβαστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη διαβίβαση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.