δημοτικιστής


δημοτικιστής
Προφορά

Ετυμολογία
δημοτικιστής δημοτικίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δημοτικιστής

✦ θηλ. δημοτικίστρια ο οπαδός του δημοτικισμού, που πιστεύει και γράφει στη δημοτική γλώσσα

Συνώνυμα

Αντίθετα
καθαρολόγος, καθαρευουσιάνος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.