δαχτυλίδι
Προφορά
Ετυμολογία
δαχτυλίδι μεσαιωνική ελληνική δακτυλίδιν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού δακτύλιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δαχτυλίδι
✦ κόσμημα σε σχήμα κρίκου, συνήθως από πολύτιμο μέταλλο, που φοριέται στα δάχτυλα
✦ καθετί που έχει σχήμα κρίκου: τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί σε δαχτυλίδι μέση (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–