δαντελένιος
Προφορά
Ετυμολογία
δαντελένιος └ουσ┘ δαντέλα
Ερμηνεία
δαντελένιος
✦ κ. νταντελένιος, -ια, -ιο επίθ. ο φτιαγμένος από δαντέλα
✦ (μτφ. ) που μοιάζει με δαντέλα, λεπτεπίλεπτος, φίνος: δαντελένιο ύφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–