δακτυλόγραφος
Προφορά
Ετυμολογία
δακτυλόγραφος δάκτυλος + γράφω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δακτυλόγραφος -η, -ο
✦ δακτυλογραφημένος, που έχει γραφτεί στη γραφομηχανή
✦ ουδ. το δακτυλόγραφο ως ουσ., η δακτυλογραφημένη σελίδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–