δακρύζω
Προφορά
Ετυμολογία
δακρύζω ἐδάκρυσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού δακρύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δακρύζω
✦ χύνω δάκρυα, κλαίω
✦ γεμίζω δάκρυα: στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού, μου δάκρυσαν τα μάτια (Κ. Παλαμάς)
✦ βγάζω υγρό κατά σταγόνες, ή αποστάζω υγρό σαν δάκρυ
Συνώνυμα
βουρκώνω, θολώνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–