δαιμονισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
δαιμονισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος δαιμονίζομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δαιμονισμένος -η, -ο
✦ ο κατεχόμενος από δαιμόνια
✦ τρελός
✦ παράφορος
✦ πανέξυπνος
✦ απειθάρχητος, ασυγκράτητος
✦ ορμητικός, αφόρητος: τ’ αστροπελέκια σκίζουν τα σύννεφα κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
διαβολεμένος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–