δάρσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
δάρσιμο μεταγενέστερη ελληνική δάρσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δάρσιμο
✦ ξυλοκόπημα, μαστίγωση: καλύτερα να δέρνεσαι μικρός, όσο κι αν το στιγματίζουν οι παιδαγωγοί το δάρσιμο (Κ. Παλαμάς)
✦ (για υγρά) δυνατό και συνεχές ανατάραγμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–