γρυλισμός


γρυλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
γρυλισμός γρυλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γρυλισμός

✦ το σκούξιμο του χοίρου
(μτφ. ) γογγυσμός, μουρμούρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.