γριά Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γριάΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γριά.mp3Ετυμολογίαγριά μεσαιωνική ελληνική γέρος Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο γριά ✦ θηλ. γριά ηλικιωμένος, γέροντας ✦ (θωπευτ.) ο γέροντας σύζυγος ή ο πατέρας Συνώνυμα–Αντίθετανέος Επιρρήματα–