γούστο
Προφορά
Ετυμολογία
γούστο └ιταλ┘gusto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γούστο
✦ χάρη, καλαισθησία
✦ αρέσκεια: δεν είναι του γούστου μου (δε μου αρέσει)
✦ ιδιαίτερη προτίμηση
✦ (φρ. ειρων.) έχει γούστο να… νόστιμο θα ήταν να..
Συνώνυμα
καπρίτσιο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–