γοητεύτρα
Προφορά
Ετυμολογία
γοητεύτρα γοητεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γοητεύτρα
✦ θηλ. γοητεύτρια κ. γοητεύτρα αυτός που γοητεύει, που σαγηνεύει: φερμένος κι αυτός από τη γοητεύτρα την ενθύμηση των παιδικών καιρών (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–