γοητευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
γοητευτικός μεταγενέστερη ελληνική γοητευτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γοητευτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη γοητεία ή τον γόητα
✦ (μτφ. ) σαγηνευτικός, ελκυστικός
✦ απατηλός, δελεαστικός
Συνώνυμα
θελκτικός, μαγευτικός, μαγικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
γοητευτικά (Κ γοητευτικώς)