γνωστικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
γνωστικισμός αρχαία ελληνική επίθετο γνωστικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γνωστικισμός
✦ φιλοσοφικοθρησκευτική αντίληψη που ανάγει την πίστη σε γνώση: ο γνωστικισμός εμφανίστηκε κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–