γκάγκαρο
Προφορά
Ετυμολογία
γκάγκαρο μεγεθ. του τούρκικου gaga (= ράμφος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γκάγκαρο
✦ βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σκοινί πίσω από την αυλόπορτα την οποία έκλεινε αυτομάτως με το βάρος του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–