γιρλάντα
Προφορά
Ετυμολογία
γιρλάντα └ιταλ┘ghirlanda
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γιρλάντα
✦ διακοσμητικό πλέγμα από λουλούδια και φύλλα: του φόρεσαν μια γιρλάντα στο λαιμό
✦ (ειδ.) κέντημα που σχηματίζει σειρά από άνθη και άλλα φυτικά στοιχεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–