γεώδης
Προφορά
Ετυμολογία
γεώδης αρχαία ελληνική γεώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γεώδης -ης, -ες
✦ που έχει το χρώμα ή τη σύσταση της γης, χωματένιος
✦ ουδ. γεώδες ως ουσ., μάζα ορυκτών σε στρογγυλό ή ακανόνιστο σχήμα που βρίσκεται σε κοιλότητες διαφόρων πετρωμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–