γεωσεισμική
Προφορά
Ετυμολογία
γεωσεισμική γεω- + σεισμικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γεωσεισμική
✦ έρευνα των στρωμάτων της γης με τη μελέτη των σεισμικών κυμάτων που προκαλούνται από τεχνητή έκρηξη σε βάθος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–