γεννητάτος


γεννητάτος
Προφορά

Ετυμολογία
γεννητάτος γεννητός

Ερμηνεία
επίθετο┘ γεννητάτος -η, -ο

✦ που υπάρχει εκ γενετής: εύχρ. στη φρ. από τα γεννητάτα του, εκ γενετής, από γεννησιμιού κάποιου: ήταν απ’ τα γεννητάτα του ωραίο (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.