γενίτσαρος
Προφορά
Ετυμολογία
γενίτσαρος └τουρκ┘yeni-ceri (= νέος στρατός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γενίτσαρος
✦ Τούρκος στρατιώτης (στα χρόνια της τουρκοκρατίας) ειδικού σώματος αποτελούμενου κυρίως από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα
✦ (μτφ. ) φανατικός διώκτης των χριστιανών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–