γενέτειρα


γενέτειρα
Προφορά

Ετυμολογία
γενέτειρα αρχαία ελληνική γενέτειρα, └θηλ┘ του γενέτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γενέτειρα

✦ η ιδιαίτερη πατρίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.