γαυριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
γαυριάζω αρχαία ελληνική ρ. γαυριάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γαυριάζω
✦ (για ζώα) οργώ για συνουσία
✦ (μτφ. ) κατέχομαι από έντονη ερωτική επιθυμία: και στρατοκόπος ξέγνοιαστος, λεβέντης γαυριασμένος (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) εκδηλώνω όλη τη ζωτικότητά μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–