βόγκος


βόγκος
Προφορά

Ετυμολογία
βόγκος γόγγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βόγκος

✦ βογκητό, στεναγμός
✦ υπόκωφος ήχος, βοή: σα βόγκος πελάου ανάκατο σε θύελλα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.