βυθίζω
Προφορά
Ετυμολογία
βυθίζω αρχαία ελληνική βυθίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βυθίζω
✦ ρίχνω στο βυθό
✦ βουτώ σε υγρό
✦ μπήγω, χώνω
✦ βυθίζομαι, βουλιάζω· (κ. μτφ.): βυθισμένος σε σκέψεις – βυθίστηκε σε μαύρη απελπισία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–