βοσκός
Προφορά
Ετυμολογία
βοσκός αρχαία ελληνική βοσκός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βοσκός
✦ αυτός που οδηγεί κοπάδι ζώων στη βοσκή, ποιμένας, τσομπάνος: χαίρετ’ ο βοσκός, που φυσά τον αυλό του (Α. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–