βολταϊκός


βολταϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
βολταϊκός └αγγλ┘voltaic – └γαλλ┘ voltaϊque, από το όν. του Ιταλού φυσικού Alessandro Volta

Ερμηνεία
επίθετο┘ βολταϊκός -ή, -ό

✦ αυτός που αναφέρεται ή παράγει ηλεκτρικό ρεύμα από χημική δράση: βολταϊκή στήλη κ. βολταϊκό στοιχείο (διάταξη δυο ηλεκτροδίων από διαφορετικά μέταλλα, τα οποία βυθίζονται σε διάλυμα και η χημική δράση παράγει ηλεκτροκινητική δύναμη) – βολταϊκό τόξο, (φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, που έχουν διαφορά δυναμικού περίπου 50 βολτ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.