βιζικάντι


βιζικάντι
Προφορά

Ετυμολογία
βιζικάντι └ιταλ┘vescicante

Ερμηνεία
βιζικάντι

✦ έμπλαστρο: δος του βεντούζες στο πόδι και βιζιγάντια κι αλοιφές (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.