βιβλιοκάπηλος
Προφορά
Ετυμολογία
βιβλιοκάπηλος μεταγενέστερη ελληνική βιβλιοκάπηλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βιβλιοκάπηλος
✦ ο καπηλευόμενος τα βιβλία, που αποβλέπει σε αθέμιτα κέρδη αδιαφορώντας για την ποιότητα των διατιθεμένων βιβλίων
✦ αυτός που ανατυπώνει παράνομα και εμπορεύεται βιβλία
✦ συγγραφέας εκμεταλλευόμενος βιβλία άλλων για δικό του όφελος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–