βερνικώνω


βερνικώνω
Προφορά

Ετυμολογία
βερνικώνω βερνίκι

Ερμηνεία
ρήμα βερνικώνω

✦ αλείφω με βερνίκι, στιλβώνω
✦ φρ. κέρατο βερνικωμένο, άνθρωπος σκληρός, ανυποχώρητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.