βαρυαλγής
Προφορά
Ετυμολογία
βαρυαλγής αρχαία ελληνική βαρυαλγής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βαρυαλγής -ής, -ές
✦ αυτός που υποφέρει από δυνατούς πόνους
✦ (μτφ. ) αυτός που έχει πολύ μεγάλη θλίψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
βαρυαλγώς, με πόνο δυνατό ή με μεγάλη θλίψη