βαλλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
βαλλισμός μεταγενέστερη ελληνική βαλλισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βαλλισμός
✦ σκίρτημα, χοροπήδημα
✦ (ειδ.) ο χορός βαλς (βλ. λ.)
✦ (λογοτ.) η μπαλάντα (βλ. λ.)
✦ είδος νευροπάθειας που χαρακτηρίζεται από ακούσιες κινήσεις των άνω και κάτω άκρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–