βαλβιδικός


βαλβιδικός
Προφορά

Ετυμολογία
βαλβιδικός βαλβίς, -ίδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαλβιδικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη βαλβίδα, ιδ. της καρδιάς: βαλβιδική στένωση – βαλβιδική ανεπάρκεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.