βαλίτσα


βαλίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
βαλίτσα └ιταλ┘valigia – └γαλλ┘ valise

Ερμηνεία
βαλίτσα

✦ ταξιδιωτικός σάκος με παραλληλεπίπεδο σχήμα που χρησιμεύει για τη μεταφορά ενδυμάτων και προσωπικών ειδών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.