βαγκόν λι
Προφορά
Ετυμολογία
βαγκόν λι └γαλλ┘ wagon-lit (= βαγόνι – κρεβάτι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το βαγκόν λι
✦ βαγόνι τρένου που αποτελείται από μικρά κλειστά διαμερίσματα με κρεβάτια, για να περνούν τη νύχτα οι ταξιδιώτες, κλινάμαξα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–