βάτραχος
Προφορά
Ετυμολογία
βάτραχος αρχαία ελληνική βάτραχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βάτραχος
✦ θηλ. βατραχίνα μικρό αμφίβιο ζώο, χωρίς ουρά και με τέσσερα πόδια
✦ (για πρόσ.) αυτός που πίνει πολύ νερό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–